|
Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:
Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε. Η εγγραφή για τον όρο crisp παρατίθεται στη συνέχεια. Δείτε επίσης: up
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: Κύριες μεταφράσεις |
crisp adj | (crunchy, brittle) | τραγανός επίθ |
| Neil likes soft cookies; I prefer them crisp. |
| Του Νηλ του αρέσουν τα μαλακά μπισκότα. Εγώ τα προτιμώ τραγανά. |
crisp adj | (sharp, defined) | ξεκάθαρος επίθ |
| | ευδιάκριτος επίθ |
| | έντονος επίθ |
| | τονισμένος μτχ πρκ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Παρατίθενται ορισμένες αποδόσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά περίπτωση. | | Paula wore a clean skirt with crisp pleats. | | Owen's action photos are always clear and crisp. |
| Η Πώλα φορούσε μια καθαρή φούστα με έντονες πιέτες. |
crisp adj | (cold, invigorating) | δροσερός επίθ |
| (με ευχάριστη αίσθηση) | ψυχρός επίθ |
| (μεταφορικά) | φρέσκος επίθ |
| Carmen put on a jacket and went for a walk in the crisp autumn weather. |
| Η Κάρμεν έβαλε ένα μπουφάν και πήγε να περπατήσει στον δροσερό φθινοπωρινό καιρό. |
crisp n | UK, usually plural (potato snack: chip) | πατατάκια ουσ ουδ πλ |
| | τσιπς ουσ ουδ πλ |
| Whenever he brought crisps to school, he shared them with his friends. |
| Κάθε φορά που έφερνε πατατάκια στο σχολείο, τα μοιραζόταν με τους φίλους του. |
crisp n | US (fruit dessert: crumble topping) (επιδόρπιο) | κραμπλ ουσ ουδ άκλ |
| Sue ate the sweet topping of the crisp last, after she had finished the fruit. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
crisp adj | (fruit, vegetables: fresh, firm) | τραγανός επίθ |
| | φρέσκος επίθ |
| Peter bit into the crisp apple with a crunching sound. |
crisp adj | (wine: high acidity) (μεταφορικά) | τραγανός επίθ |
| A crisp white wine goes well with fish. |
crisp adj | (clear, firm) | σαφής επίθ |
| | ξεκάθαρος επίθ |
| Alison gave a crisp reply to the question. |
crisp adj | (cool, terse) | κρύος, ψυχρός επίθ |
| The man spoke in a crisp tone. |
crisp [sth]⇒ vtr | (make brittle) | κάνω κτ τραγανό περίφρ |
| | ψήνω κτ μέχρι να γίνει τραγανό περίφρ |
| When you have crisped the chicken, take it off the stove. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
|
|